- εὐρυεδής
- εὐρῠ-εδής, ές,A broad-seated, spacious, -
εδοῦς . . χθονός Simon.5.17
(v.l. -όδου); cf. εὐρυόδεια, εὐρώδης.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εδοῦς . . χθονός Simon.5.17
(v.l. -όδου); cf. εὐρυόδεια, εὐρώδης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευρυεδής — εὐρυεδής, ές (Α) ο ευρύχωρος, ο εκτεταμένος («εὐρυεδὴς χθών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + έδος, το «κάθισμα»] … Dictionary of Greek
εὐρυεδοῦς — εὐρυεδής broad seated masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυεδέος — εὐρυεδής broad seated masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύοδος — εὐρύοδος, ον (Α) ευρυεδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ευρυεδής*] … Dictionary of Greek